ζευκτήριος

ζευκτήριος
ζευκ-τήριος, α, ον,
A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers.736 (troch.);

πάτερ . . Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr.382

.
II as Subst., ζευκτήριον, τό,= ζυγόν, yoke, Id.Ag.529, POxy.934.5 (iii A.D.); ζευκτηρία, ,=

ζεύγλη 11

, Act.Ap.27.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτήριον — ζευκτήριος fit for joining masc acc sg ζευκτήριος fit for joining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτήριε — ζευκτήριος fit for joining masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτηρίας — ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem acc pl ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτηρίαν — ζευκτηρίᾱν , ζευκτήριος fit for joining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”